- προκαλύμματος
- προκάλυμμαanything put beforeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάχωση — η (Α διάχωσις) συσσώρευση χώματος για σχηματισμό προκαλύμματος ή προχώματος … Dictionary of Greek
προσκόπιον — τὸ, Α πιθ. είδος προφυλακτικού προκαλύμματος τού μετώπου και τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκέπω] … Dictionary of Greek